- χαλαζόπτωση
- η, Νη πτώση χαλαζιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαζόπληκτος — η, ο, Ν (για γεωργό) αυτός τού οποίου η παραγωγή έπαθε ζημιές από χαλαζόπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος] … Dictionary of Greek
Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… … Dictionary of Greek
προξενώ — προξένησα, προξενήθηκα, προκαλώ, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι: Η χαλαζόπτωση προξένησε μεγάλες ζημιές στη γεωργική παραγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)